- σουρωτός
- -ή, -όδιυλισμένος, σουρωμένος, στραγγισμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουρωτός — ή, ό, Ν [σουρώνω] στραγγιστός, στραγγισμένος … Dictionary of Greek
γριλιαστός — (I) ή, ό [γρίλα] πτυχωτός, σουρωτός. (II) ή, ό [γρίλια] αυτός που έχει γρίλιες … Dictionary of Greek